- νυχτοφύλακας
- ο (Α νυκτοφύλαξ, -ακος)βλ. νυκτοφύλακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυχτοφύλακας — ο 1. ο φύλακας κατά τη νύχτα. 2. νοσοκόμος που φυλάει τη νύχτα τους αρρώστους στρατιώτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρυπνητήρ — ἀγρυπνητήρ, ο (Α) [ἀγρυπνῶ] νυχτοφύλακας … Dictionary of Greek
αετομάχος — (lanius).Ονομασία γένους στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των λανιιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές όλου του πλανήτη, εκτός από τη Νότια Αμερική. Βρίσκονται επίσης και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Έχουν κυρτό και πολύ ισχυρό ράμφος,… … Dictionary of Greek
νυκτοφύλακας — και νυχτοφύλακας, ο (Α νυκτοφύλαξ, ακος) αυτός που φρουρεί έναν χώρο κατά τη νύχτα νεοελλ. στρ. νοσοκόμος ο οποίος επιβλέπει τους ασθενείς στρατιώτες κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φύλαξ] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek
σκουβίτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ παρακοιμώμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. excubitor «φύλακας, νυχτοφύλακας» < excubo «φυλάω, φροντίζω, αγρυπνώ»] … Dictionary of Greek
Γκιτρί, Σασά — (Sacha Guitry, Πετρούπολη 1885 – Παρίσι 1957). Γάλλος ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας. Γιος του Λισιέν Γκιτρί (βλ. λ.), υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές του ονομαζόμενου θεάτρου μπουλβάρ. Στη γοητευτική προσωπικότητά του… … Dictionary of Greek
Κέρβερος — ο 1. τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τρικέφαλο σκυλί με ουρά φιδιού, φύλακας των πυλών του Άδη. 2. μτφ., άγρυπνος και αυστηρός φύλακας: Είναι κέρβερος ο νυχτοφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)